ἀνακοινώσῃ

ἀνακοινώσῃ
ἀνακοινώσηι , ἀνακοίνωσις
communication
fem dat sg (epic)
ἀνακοινόω
communicate
pres part act fem dat sg (attic epic doric ionic)
ἀνακοινόω
communicate
aor subj mid 2nd sg
ἀνακοινόω
communicate
aor subj act 3rd sg
ἀνακοινόω
communicate
fut ind mid 2nd sg
ἀ̱νακοινώσῃ , ἀνακοινόω
communicate
futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀ̱νακοινώσῃ , ἀνακοινόω
communicate
futperf ind mid 2nd sg (doric aeolic)
ἀνακοινόω
communicate
aor subj mid 2nd sg
ἀνακοινόω
communicate
aor subj act 3rd sg
ἀνακοινόω
communicate
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ανακοίνωση — η γνωστοποίηση, αναγγελία: Ανακοίνωση των νέων μέτρων για τον περιορισμό της φοροδιαφυγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανακοίνωση — Κοινοποίηση, γνωστοποίηση, αναγγελία, επίσημη μετάδοση πληροφορίας. Στη ρητορική, α. αποκαλείται ένα σχήμα με το οποίο ο ρήτορας προσποιείται ότι ζητάει τη συμβουλή των ακροατών του, του αντιδίκου ή των δικαστών (στο δικαστήριο). Αυτό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • Nenad Mirosavljević — Personal information Full name …   Wikipedia

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • δήλωση — η (AM δήλωσις) [δηλώ] 1. το να δηλώσει κάποιος κάτι, η γνωστοποίηση 2. εκδήλωση, ένδειξη νεοελλ. 1. υπεύθυνη και επίσημη ανακοίνωση τών αρχών για πράγματα που ενδιαφέρουν τους πολίτες («δηλώσεις τὴς κυβερνήσεως») 2. υπεύθυνη ανακοίνωση ιδιώτη… …   Dictionary of Greek

  • δελτίο — Έντυπο φύλλο χαρτιού που περιέχει σημαντικές πληροφορίες· συνοπτική έκθεση που προέρχεται από αρχή ή υπηρεσία και προορίζεται για ανακοίνωση· κάρτα με σημειώσεις. δ. αποστολής. Νομότυπο έγγραφο που συμπληρώνεται εις τριπλούν και συνοδεύει το… …   Dictionary of Greek

  • διακοίνωση — η 1. γνωστοποίηση, αναγγελία, ειδοποίηση 2. υπογεγραμμένο διπλωματικό έγγραφο με το οποίο διαβιβάζεται, μέσω διπλωματικού αντιπροσώπου, προς την κυβέρνηση άλλης χώρας σημαντική ανακοίνωση 3. φρ. «ρηματική διακοίνωση» ανακοίνωση που γίνεται με… …   Dictionary of Greek

  • κήρυξη — η (ΑΜ κήρυξις) [κηρύσσω] η ανακοίνωση με κήρυκα, δημόσια γνωστοποίηση («ἠγωνίσατο... κήρυκι πρὸς πάντα τὰ κηρύξεως δεόμενα», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. φρ. «κήρυξη πολέμου» επίσημη ανακοίνωση ενός κράτους σε άλλο για έναρξη πολέμου εναντίον του μσν. αρχ …   Dictionary of Greek

  • προτίθεμαι — ΝΜΑ, και ο ενεργ. τ. προτίθημι Α έχω την πρόθεση να κάνω κάτι, σκοπεύω, σχεδιάζω (α. «προτίθεμαι να ταξιδεύσω» β. «πολλάκις προεθέμην ἐλθεῑν πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) αρχ. ενεργ. προτίθημι 1. (για φαγητό ή γεύμα) τοποθετώ κάτι μπροστά από κάποιον, παραθέτω …   Dictionary of Greek

  • Γκαλουά, Εβαρίστ — (Evariste Galois, Μπουργκ Λα Ρεν 1811 – Παρίσι 1832). Γάλλος μαθηματικός. Προικισμένος με ζωτικότητα και ευφυΐα, ήδη το 1829, πριν ακόμα τελειώσει τις σπουδές του, δημοσίευσε μία εργασία για τα συνεχή κλάσματα, όπου απέδειξε ένα θεώρημα σχετικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”